- μαγεύομαι
- μαγεύομαι, μαγεύτηκα, μαγεμένος βλ. πίν. 18
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
φαρμακώνω — φαρμακῶ, όω, ΝΑ [φάρμακο(ν] δίνω σε κάποιον φαρμάκι και προκαλώ τον θάνατό του, δηλητηριάζω νεοελλ. 1. ενεργώ ή συντελώ στο να αισθανθεί κάποιος πικρή γεύση («με τον καφέ που μού φτειαξες, μέ φαρμάκωσες») 2. μτφ. επιφέρω σε κάποιον ψυχική πικρία … Dictionary of Greek